καταψάλλω

καταψάλλω
καταψάλλω (AM)
αποδοκιμάζω κάποιον με ψαλμούς
αρχ.
1. παίζω κιθάρα ή άλλο έγχορδο όργανο («καταυλεῑν και καταψάλλειν», Πλούτ.)
2. παθ. καταψάλλομαι
υμνούμαι, δοξάζομαι, αινούμαι («καταψάλλεται... ὁ δημιουργός», Πορφ.)
3. επικρίνω
4. παθ. α) ευχαριστούμαι ακούγοντας μουσική, απολαμβάνω μουσική
β) (για τόπους) αντηχώ από τους ήχους μουσικής («νῆσος... κατηυλεῑτο καὶ κατεψάλλετο», Πλούτ.)
γ) θάβομαι υπό τους ήχους τής μουσικής («νεκροί... καταψαλλόμενοι», Προκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”